- αρρηνης
- ἀρρηνής2злобный, свирепый
(θήρ Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θήρ Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αρρηνής — ἀρρηνής, ές (Α) (για σκύλους) άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. αράζω (II)* ή αρράζω «γαυγίζω, γρυλίζω», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο ρρρ , ο οποίος αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως προς την… … Dictionary of Greek
ἀρρηνές — ἀρρηνής fierce masc/fem voc sg ἀρρηνής fierce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αράζω — (I) [αράσσω] 1. προσορμίζω πλοίο 2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω αγκυροβολώ 3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση 4. φρ. «την άραξα» κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα. (II) ἀράζω κ. ἀρράζω (Α) (για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.… … Dictionary of Greek